βρυχίζω

βρυχίζω
και βρουχίζω (Μ βρυχίζω)
Ι. βρυχιέμαι, μουγκρίζω
νεοελλ.
1. (για άψυχα) θορυβώ υπερβολικά
II. (-ομαι)
1. κλαίω, θρηνώ
2. πλημμυρίζω κάτι με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχώ*, αναλογικά κατά τα σε -ίζω, από τον αόρ. σε -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρουχίζω — βλ. βρυχίζω …   Dictionary of Greek

  • βρυχισμός — και βρουχισμός, ο [βρυχίζω και βρουχίζω] 1. βρυχηθμός 2. θρήνος, οδυρμός …   Dictionary of Greek

  • βρύχισμα — το (Μ βρύχισμα) [βρυχίζω] θρήνος, οδυρμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”